- στερρώ
- -όω, Αβλ. στερεώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερρῷ — στερρός firm masc/neut dat sg στερρός firm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρῶι — στερρῷ , στερρός firm masc/neut dat sg στερρῷ , στερρός firm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek